σκανταλιάρικο

σκανταλιάρικο
yaramaz

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζαλιάρης — ισσα, ικο και ζαλιάρικος, η, ο [ζαλιά] αυτός που προκαλεί φροντίδες, ο φορτικός («ζαλιάρικο, ζαλιάρικο, μικρό και σκανταλιάρικο») …   Dictionary of Greek

  • σκανταλιάρικος — και σκανδαλιάρικος, η, ο, Ν [σκανταλιάρης / σκανδαλιάρης] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον σκανταλιάρη. επίρρ... σκανταλιάρικα Ν με σκανταλιάρικο τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”